Η ανατροπή στα ποιοτικά στοιχεία της εγχώριας αγοράς εργασίας, αναδεικνύει με αμείλικτο τρόπο τις κοινωνικές – πέρα από τις οικονομικές – επιπτώσεις της υπερφορολόγησης. Σήμερα, το ύψος των φόρων και των εισφορών που καλούνται να πληρώσουν στο κράτος εργοδότες και εργαζόμενοι, είναι τέτοιο που καθιστά την πλήρη μισθωτή εργασία ασύμφορη, με συνέπεια να επικρατούν σταδιακά τα τελευταία χρόνια οι ευέλικτες – και φθηνότερες – μορφές απασχόλησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος Εργάνη, από το 2015 και μετά οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης ξεπέρασαν το 50% των νέων προσλήψεων, με τις προσλήψεις πλήρους απασχόλησης να έχουν περιοριστεί αντίστοιχα. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2016, έξι στις δέκα νέες προσλήψεις αφορούν ευέλικτες μορφές εργασίας – μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης – και κατά συνέπεια μικρότερες αποδοχές ακόμα και από τον κατώτατο μισθό των 586 ευρώ.
Χωρίς κανείς να παραγνωρίζει τη χρησιμότητα των ευέλικτων μορφών εργασίας, ως συμπληρωματικό εργαλείο απασχόλησης, είναι προφανές ότι η ισορροπία έχει ανατραπεί σε βάρος του εισοδήματος των εργαζομένων. Αρνητικός αντίκτυπος υπάρχει και ως προς το ασφαλιστικό σύστημα, αφού τα έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία μειώνονται.
Θα πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό στην Ελλάδα ότι η υπερφορολόγηση της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης, όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά – αντίθετα – λειτουργεί σε βάρος των οικονομικά αδύναμων. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με μελέτη της Eurostat, το 37,5% του πληθυσμού στη χώρα μας είναι εκτεθειμένο σε συνθήκες φτώχειας, η οποία ορίζεται από την ανεπάρκεια του διαθέσιμου εισοδήματος, από την έλλειψη βασικών αγαθών διαβίωσης και από την απουσία επαρκούς αμειβόμενης απασχόλησης. Σε χειρότερη θέση βρίσκονται μόνο η Βουλγαρία και η Ρουμανία, ενώ οι άλλες χώρες οι οποίες εφάρμοσαν μνημόνια, εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις.
Όλα αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική δεν είναι μόνο αντιαναπτυξιακή, αλλά εντέλει και αντικοινωνική. Αλλαγή δημοσιονομικού μείγματος, λιγότεροι φόροι και μεταρρυθμίσεις που ευνοούν την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την απασχόληση, συνθέτουν τη μόνη επιλογή για ανάκαμψη και αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.