Η ανάπτυξη συστημάτων, αλλά και κατάλληλης κουλτούρας και συμπεριφορών με στόχο την ελαχιστοποίηση των απορριμμάτων που οδηγούνται σε τελική διάθεση, αναδεικνύεται σε μείζον ζητούμενο: για την Πολιτεία, για την Αυτοδιοίκηση, αλλά και για την επιστημονική και επιχειρηματική κοινότητα, στο πλαίσιο της ανάπτυξης και της εφαρμογής καινοτόμων λύσεων. Στην Ελλάδα τα θέματα αυτά ρυθμίζονται ως τώρα από τον Ν.2939/2001, ο οποίος, παρά τις θεσμικές ασάφειες και ελλείψεις του, συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία των κατάλληλων δομών εναλλακτικής διαχείρισης. Προβλήματα και μεμονωμένες κακές πρακτικές ασφαλώς υπήρξαν και επιβάλλουν βελτιώσεις στο ισχύον πλαίσιο.
Δυστυχώς το νομοσχέδιο που τέθηκε προς διαβούλευση το φθινόπωρο του 2016, κάθε άλλο παρά υπηρετεί αυτό το στόχο, ακολουθώντας μια γνωστή στο ελληνικό κράτος πρακτική: αντί να διορθώνει τις αστοχίες και τις παραλείψεις των κρατικών δομών, αποδίδει τις ευθύνες των όποιων αποτυχιών και κακοδιαχείρισης στην επιχειρηματικότητα – και στην προκειμένη περίπτωση, στα Συστήματα Εναλλακτικής Διαχείρισης. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις θεσμοθετούνται ανέφικτοι ποσοτικοί στόχοι, αγνοείται η ελληνική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη και επί της ουσίας «κρατικοποιούνται» τα Συστήματα Εναλλακτικής Διαχείρισης, τα οποία αποτέλεσαν ένα σημαντικό θετικό βήμα για τη χώρα.
Το θεσμικό πλαίσιο της εναλλακτικής διαχείρισης χρειάζεται πράγματι βελτίωση, αλλαγές που θα πρέπει να στοχεύουν στην ανάπτυξη θεσμών και διαδικασιών αποτελεσματικής διοίκησης και ελέγχου από το κράτος στα εμπλεκόμενα μέρη, στη δημιουργία μηχανισμών προστασίας των κανόνων υγιούς ανταγωνισμού, στην ενίσχυση και κινητροδότηση νέων επιχειρηματικών ιδεών και στην αυστηρή εφαρμογή όλων των κανόνων περιβαλλοντικής προστασίας. Τα Επιμελητήρια μπορούν να έχουν άμεση συμβολή στην αποτελεσματική λειτουργία του πλαισίου, μέσω της κατάρτισης ηλεκτρονικού Μητρώου Αποβλήτων και της χορήγησης πιστοποιητικού «περιβαλλοντικής ενημερότητας» σε όλες τις υπόχρεες επιχειρήσεις.
Στο θέμα της εναλλακτικής διαχείρισης αποβλήτων χρειάζεται ουσιαστική συζήτηση, διάλογος, ενδελεχής μελέτη και αξιοποίηση της διεθνούς εμπειρίας, ώστε οι όποιες αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο να αποτελέσουν βήματα πραγματικής αναβάθμισης και όχι βήματα προς τα πίσω.