Ο Γιάννης Πρετεντέρης, ο Γιώργος Παπαχρήστος, ο Μιχάλης Τσιντσίνης και άλλοι αρθρογράφοι της εφημερίδας απαντούν στην εμπλοκή της κυβέρνησης στις διεργασίες για την επόμενη μέρα στον ΔΟΛ.
Το κύριο άρθρο των «Νέων»
«Αν μια γαλακτοβιομηχανία αλλάξει χέρια, ο καταναλωτής θα βρει την επόμενη μέρα στα ράφια το ίδιο γιαούρτι. Δεν ισχύει το ίδιο και για τις εφημερίδες. Τα συστατικά των προϊόντων της ενημέρωσης -η υπεραξία που τα συνδέει με το κοινό τους για γενιές ολόκληρες- είναι άυλα. Είναι ένα κεφάλαιο αξιακό που το εκφράζουν και το μεταλαμπαδεύουν οι άνθρωποι. Οι δημοσιογράφοι. Ετσι και αυτή η εφημερίδα. Είναι επί δεκαετίες πυλώνας της δημόσιας σφαίρας, επειδή ενσωματώνει και καλλιεργεί ορισμένες αξίες. Τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας. Το προοδευτικό Κέντρο. Τις σταθερές της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Αυτή η εφημερίδα -μαζί με την αδελφή της, “Το Βήμα”- είναι μία από τις πλουραλιστικές κοίτες μέσα από τις οποίες πέρασαν οι πολιτικές ιδέες και τα πολιτιστικά ρεύματα που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα. Σε αυτή τη λειτουργία της οφείλει ακόμα την επιρροή της.
Σε μία εποχή κατά την οποία η πολιτική μόδα είναι το μίσος για τα παραδοσιακά ΜΜΕ, αυτές οι ιστορικές διαπιστώσεις ακούγονται σαν αυτάρεσκο ευχολόγιο. Ομως, παρά την παγκόσμια παρακμή του Τύπου, που συνέπεσε με την εγχώρια κρίση, τα παραδοσιακά ΜΜΕ εξακολουθούν να διατηρούν την ακτινοβολία τους. Εξακολουθούν να ασκούν επιρροή που δεν αποτυπώνεται κατ’ ανάγκην στις κυκλοφορίες τους ή τα έσοδά τους. Γι’ αυτό και λυσσωδώς προσπαθούν να τα ελέγξουν ακόμη κι εκείνοι που πολιτεύονται δαιμονοποιώντας τα.
Κι εδώ αρχίζουν οι παρανοήσεις. Η ιδέα ότι σφετεριζόμενος κάποιος έναν ιστορικό τίτλο αποκτά αυτομάτως και την ισχύ του, για να τη διαθέσει για τις δικές του σκοπιμότητες, δεν είναι μόνο αντιδημοκρατική. Είναι και εξωπραγματική. Η ισχύς των εφημερίδων είναι συνυφασμένη με το άυλο, ιστορικό τους κεφάλαιο. Αν κάποιος το απαλείψει, απαλείφει και τον λόγο ύπαρξης της εφημερίδας.
Αν αύριο κάποιος τυπώσει ένα φύλλο με τους ιδεασμούς του, κοσμώντας το με το λογότυπο των “Νέων”, αυτό που θα κρεμαστεί στα περίπτερα δεν θα είναι “Τα Νέα”. Οι εφημερίδες δεν είναι γιαούρτια».
Πρετεντέρης: Η κυβέρνηση διεκπεραιώνει ένα σχέδιο άλωσης του Τύπου
Ο δημοσιογράφος των «Νέων» Γιάννης Πρετεντέρης από τη στήλη του «Εμπιστευτικά» γράφει για τις εξελίξεις στον ΔΟΛ ότι δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η κυβέρνηση διεκπεραιώνει ένα σχέδιο άλωσης του Τύπου:
Δεν νομίζω να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η κυβέρνηση διεκπεραιώνει ένα σχέδιο άλωσης του Τύπου.
Το σχέδιο αυτό διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία το τοποθετούν εξ ορισμού εκτός του δημοκρατικού πλαισίου και του πολιτικού μας πολιτισμού.
Πρώτον, στηρίζεται σε μία ολοκληρωτική αντίληψη. Θεωρεί δηλαδή ότι πραγματικότητα είναι η βούληση ή το συμφέρον της ομάδας που ασκεί την εξουσία και αυτήν οφείλουν να υπηρετούν και να αναπαράγουν όσοι μετέχουν στη διαμόρφωση της πραγματικότητας.
Γι’ αυτό ο έλεγχος του Τύπου έχει αποκτήσει τόση σημασία στα μάτια της κυβερνητικής εξουσίας. Είναι η εκχυδαϊσμένη εκδοχή των παλιών ασυναρτησιών της Αριστεράς για τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς ελέγχου».
Δεύτερον, μετέρχεται μεθόδους αλητείας και παρακράτους. Χρησιμοποιεί δηλαδή τμήματα του κρατικού μηχανισμού, της Δικαιοσύνης και των οικονομικών υπηρεσιών για να εκφοβίσει ή να καθυποτάξει τράπεζες, επιχειρηματίες, εκδότες και δημοσιογράφους.
Η επίφαση της νομιμότητας χρησιμοποιείται ως άλλοθι ελέγχου.
Τρίτον, υποστηρίζεται από έναν πολιτικό και δημοσιογραφικό υπόκοσμο. Με το αζημίωτο, κατά κανόνα.
Καμία έκπληξη. Οπου υπάρχει κόσμος υπάρχει και υπόκοσμος.
Η επιχείρηση ελέγχου ξεκίνησε από τις τηλεοράσεις. Το Hold up όμως ήταν τόσο χοντροκομμένο που απέτυχε. Παρ’ όλα αυτά, οι αυτουργοί του επιμένουν με το πάθος φανατικού.
Επεκτείνεται και στον Τύπο. Ο ΔΟΛ είναι ο πιο προφανής στόχος, ο πιο συμβολικός αλλά και ο πιο ευάλωτος λόγω εγγενών αδυναμιών.
Αυτό είναι το σχέδιο. Πολλοί και για πολλούς λόγους το υπηρετούν ή είναι έτοιμοι να το υπηρετήσουν. Από απληστία, φόβο, συμφέρον, φιλοδοξία, κόμπλεξ ή απλή ανοησία.
Αλλά όχι όλοι. Και εκεί κολλάει το νταραβέρι.
Διότι ακόμα κι αν η κυβέρνηση αλώσει εκδοτικά τις εφημερίδες, θα πρέπει να βρει δημοσιογράφους για να τις γράφουν και αναγνώστες για να τις διαβάσουν.
Μεταξύ μας, δεν βλέπω πολλούς υποψήφιους για το ένα ή για το άλλο. Οι αντιδράσεις των αναγνωστών, οι δικές σας αντιδράσεις, το τελευταίο 24ωρο ήταν όχι μόνο συγκινητικές, αλλά και ενδεικτικές.
Και ο λόγος τελικά είναι απλός. Η σχέση του δημοσιογράφου και του αναγνώστη με την εφημερίδα δεν οικοδομείται με λογική πολιτικής ανεμοδούρας ούτε παρασκηνιακής συναλλαγής ούτε με την επιβολή κομματικών κομισαρίων. Αυτά είναι για άλλες χώρες και άλλες εποχές. Επιτρέψτε μου να προσθέσω: και για άλλες ικανότητες.
Ακόμη περισσότερο όταν όλοι γνωρίζουμε πως οι δημοσιογράφοι, εφημερίδες και εισαγγελείς δεν υπάρχουν μόνο σήμερα. Θα υπάρχουν και αύριο.
Διότι τελικά το μόνο που αλλάζει με απόλυτη βεβαιότητα σε μία δημοκρατική χώρα όπως η Ελλάδα είναι οι κυβερνήσεις.
Παπαχρήστος: Παραμένω στα «Νέα» μέχρι νεωτέρας
Ιδιαίτερα αιχμηρός στη στήλη του «Στίγμα» είναι και ο Γιώργος Παπαχρήστος, ο οποίος απάντησε και στο αν θα παραμείνει στην εφημερίδα, συνεχίζοντας τα σχόλιά του:
«Ευκαιρίας δοθείσης, να καθησυχάσω συνάδελφό μου της “Αυγής” που ανησυχεί για την… προσωπική μου τύχη στα “Νέα”: παραμένω εδώ, σε αυτή τη σελίδα. Και θα παραμείνω όσο έχω την ευχέρεια να διατυπώνω ελεύθερα και χωρίς παρεμβάσεις άποψη. Οταν αυτό πάψει για κάποιο λόγο να ισχύει (λ.χ. στην απίθανη περίπτωση να μεταβληθούν “Τα Νέα” στη μεσημεριανή εκδοχή της “Αυγής”), είναι προφανές ότι θα εκλείψουν και οι λόγοι ύπαρξης του “Στίγματος”. Ταύτα επί του παρόντος…».
«Αλλο το ’77, άλλο το 2017»
Πρέπει να ομολογήσω ότι όταν χθες νωρίς το βράδυ έγραφα για να καθησυχάσω συνάδελφό μου της «Αυγής», η οποία ανησύχησε περί της τύχης μου στα «ΝΕΑ», το ακόλουθο:
«Παραμένω εδώ, σε αυτή τη σελίδα. Και θα παραμείνω όσο έχω την ευχέρεια να διατυπώνω ελεύθερα και χωρίς παρεμβάσεις, άποψη. Οταν αυτό πάψει για κάποιο λόγο να ισχύει (λ.χ. στην απίθανη περίπτωση να μεταβληθούν “ΤΑ ΝΕΑ” στη μεσημεριανή εκοδχή της “Αυγής”) είναι προφανές οι θα εκλείψουν και οι λόγοι ύπαρξης του “Στίγματος”», αγνοούσα παντελώς τις εξελίξεις περί την ανάληψη των τυχών του ΔΟΛ από τον κύριο Βασίλη Μουλόπουλο.
Οχι πως θα άλλαζα κάτι σε σχέση με ό,τι έγραψα, αν το είχα πληροφορηθεί νωρίτερα, αλλά είναι ευκαιρία νομίζω να ξεκαθαρίσω κάτι που φαίνεται πως παραβλέπουν, εκουσίως ή ακουσίως, όσοι εκ του παρασκηνίου προχώρησαν σε αυτή την περίεργη έως και ύποπτη μεθόδευση:
Τα μέσα ενημέρωσης, και κυρίως οι εφημερίδες, δεν είναι απλώς ένας τίτλος, ένα όνομα σε μια μαρκίζα. Είναι πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι που τις στελεχώνουν. Αυτοί που κάτω από μύριες δυσκολίες αγωνίζονται καθημερινά να παραδώσουν στον αναγνώστη της επομένης, που είναι και ο πραγματικός τους εργοδότης, ένα άρτιο από κάθε άποψη προϊόν που να δικαιολογεί το 1,5 ευρώ που εκείνος κατέβαλε για να αγοράσει την εφημερίδα.
Χωρίς αυτούς ή κάποιους από αυτούς, μια εφημερίδα, όσο βαρύ και να είναι το όνομά της, δεν είναι παρά ένα «αδειανό πουκάμισο»…
Και είναι μεγάλο λάθος να προσπαθείς σήμερα να ερμηνεύσεις τα πράγματα με κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν. Το 2017 δεν είναι ούτε το 1977 ούτε καν το 2007.
Εμπιστοσύνη
Δεν αναφέρομαι τυχαία σε αυτές τις ημερομηνίες. Σε μια συζήτηση που είχαμε με τον Σταύρο Ψυχάρη προ καιρού στο Da Capo, στη σκιά της «ιερής κολόνας», μου είχε υπενθυμίσει το γεγονός της μεταπήδησης του κορυφαίου χρονογράφου των «ΝΕΩΝ» Δημήτρη Ψαθά από τα «ΝΕΑ» στην «Ελευθεροτυπία» του Κίτσου Τεγόπουλου, εκεί περί το 1977. Τον σάλο που είχε προκαλέσει και τον φόβο για την επίπτωση που θα είχε στην κυκλοφορία των «ΝΕΩΝ».
Αποδείχθηκε ότι δεν είχε παρά την ελάχιστη. Και έμεινε στην ιστορία του Τύπου ως κορυφαίο παράδειγμα ότι τελικά το «μοναστήρι να ‘ναι καλά, κι από καλόγερους…».
Αλλά όπως προανέφερα, το 1977 δεν είνα το 2017. Τότε μπορεί να έφυγε ο Ψαθάς και να μην άνοιξε μύτη, επειδή τη θέση του χρονογράφου της εφημερίδας την κατέλαβε ο Παύλος Παλαιολόγος, άλλος κολοσσός της δημοσιογραφίας. Σήμερα, 40 χρόνια μετά, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι θα ισχύσει το ίδιο; Εγώ δεν θα στοιχημάτιζα. Μην κάνουν το λάθος οι εκ του παρασκηνίου δρώντες. Γιατί όπως προανέφερα, μια εφημερίδα είναι κυρίως και πρωτίστως οι άνθρωποί της. Αυτούς ξέρουν, αυτούς εμπιστεύονται οι αναγνώστες των «ΝΕΩΝ». Αλλιώς θα αγόραζαν «Αυγή», να διαβάζουν Καρτερό και Κατσάκο…
Κρίση
Μιλούν πολλοί για κρίση στον Τύπο. Πράγματι, τα δέκα τελευταία χρόνια ο Τύπος διέρχεται βαθιά κρίση, εξαιτίας της γενικότερης οικονομικής και πολιτικής κρίσης που πλήττει τη χώρα, αλλά και των δικών του λαθών. Εκτιμώ δε ότι ο Τύπος επλήγη από την κρίση με πολλαπλάσια ορμή από ό,τι αυτή έπληξε την υπόλοιπη κοινωνία, διότι δεν κατάφερε να αυτοπροστατευθεί έναντι της πολιτικής εξουσίας. Στήριξε πολιτικές και πρόσωπα, που εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε ότι όχι μόνο δεν άξιζαν αυτή την στήριξη αλλά τους έπρεπε η καταγγελία και η απογύμνωση.
Έκανε βήματα σε «ξένα», πολιτικά, χωράφια, αντί να προσπαθήσει να κερδίσει σε αξιοπιστία περιφρουρώντας τον χώρο που εκφράζει. Η δεοντολογία αποτέλεσε είδος ουσιώδες εν ανεπαρκεία. Και η ανεξαρτησία πήγε περίπατο κανονικά, θύμα κάθε φορά των μικρο- ή μεγαλοσυμφερόντων του εκδότη, που ήθελε να ακκίζεται για ευνόητους λόγους με την εξουσία. Και έτσι οδηγήθηκε αργά αλλά σταθερά στην πλήρη απαξία του…
Υβρις
Δυστυχώς, ούτε εμείς εδώ, στα «ΝΕΑ», το αποφύγαμε αυτό. Και Σαμαρά στηρίξαμε με πάθος και Τσίπρα χειροκροτήσαμε μανιωδώς – πώς να ξεχάσω ότι σχεδόν πανηγυρίσαμε την εκλογή του; Μέχρι και το χρώμα του λογότυπου της εφημερίδας αλλάξαμε για πρώτη φορά στα χρονικά – το κάναμε κόκκινο στο χρώμα της φωτιάς. Τέτοια χαρά!
Εμείς, στα «ΝΕΑ»!
Και κάπως έτσι ζαλίσαμε τον κόσμο μας, τους αναγνώστες μας. Τους ρίξαμε σε τρομερό vertigo, γιατί εκείνοι πάντα πίστευαν, και γι’ αυτό και μας αγόραζαν ότι είμαστε μια παραδοσιακή εφημερίδα της Κεντροαριστεράς, σταθερά προσηλωμένη στις δημοκρατικές αξίες και ελευθερίες, βαθιά προοδευτική και αδιαπραγμάτευτα φιλευρωπαϊκή.
Ενώ εμείς προσπαθήσαμε να τους εξηγήσουμε ότι αυτό που πίστευαν για μας δεν ήταν και τόσο αλήθεια, ήταν μια μαγική εικόνα – στην πραγματικότητα θέλαμε να γίνουμε η απογευματινή εκδοχή της «Αυγής», αλλά ντρεπόμασταν να το πούμε…
Ερμαφρόδιτοι, ευνουχισμένοι, ακρωτηριασμένοι, χάσαμε την επαφή με τον κόσμο μας και ανίσχυροι όπως μείναμε, γίναμε έρμαιο στις μεθοδεύσεις μιας παρέας που δεν έχει ιερό και όσιο και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τις πιο αποτρόπαιες εκδοχές του εκβιασμού για να πετύχει τους σκοπούς της. Να μας υποτάξει!
Γιατί είναι «ύβρις» με την αρχαιοπρεπή έννοια του όρου να εκμεταλλεύεσαι τη σωματική αδυναμία ενός ανθρώπου, ανεξάρτητα από τις δικές του ευθύνες που σου έδωσαν ισχυρό «πάτημα» για να υλοποιήσεις εύκολα και ανεμπόδιστα τους σχεδιασμούς σου…
Εγκυκλοπαιδικά
Και επειδή δεν έχουμε να κάνουμε και με τίποτε μορφωμένους – οι περισσότεροι εξ αυτών, της γνωστής παρέας του Μαξίμου συμπεριλαμβανομένης, είναι επιεικώς αγράμματοι – μεταφέρω εδώ από το Wikipedia τι σήμαινε «ύβρις» στην αρχαιότητα. Καλόν είναι να το διαβάσουν το απόσπασμα:
«Η ύβρις ήταν βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων. Οταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμή του (σωματική, αλλά κυρίως πολιτική, στρατιωτική και οικονομική), συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση-, θεωρούνταν ότι διέπραττε «ὕβριν», δηλαδή παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομοιωθεί με τους θεούς, με συνέπεια την προσβολή και τον εξοργισμό τους.
Η βίαια, αυθάδης και αλαζονική αυτή στάση/συμπεριφορά, που αποτελούσε για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο παραβίαση της ηθικής τάξης και απόπειρα ανατροπής της κοινωνικής ισορροπίας και γενικότερα της τάξης του κόσμου, πιστευόταν ότι (επαναλαμβανόμενη, και μάλιστα μετά από προειδοποιήσεις των ίδιων των θεών) οδηγούσε τελικά στην πτώση και καταστροφή του «ὑβριστοῦ»(ὕβρις > ὑβρίζω > ὑβριστής).
Αποδίδοντας την αντίληψη σχετικά με την ύβρη και τις συνέπειές της, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στην αρχαιότερή της μορφή, με το σχήμα ὕβρις → ἄτη → νέμεσις → τίσις μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως μια «ὕβρις» συνήθως προκαλούσε την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «ἄτην», δηλαδή το θόλωμα, την τύφλωση του νου. Αυτή με τη σειρά της οδηγούσε τον υβριστή σε νέες ύβρεις, ώσπου να διαπράξει μια πολύ μεγάλη α-νοησία, να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν», την οργή και εκδίκηση δηλαδή των θεών, που επέφερε την «τίσιν», δηλαδή την τιμωρία και τη συντριβή/καταστροφή του.
Από την κλασική εποχή και μετά, σε πολλές περιπτώσεις οι έννοιες Ατη, Δίκη και Νέμεσις φαίνεται να αποκτούν στη συνείδηση των ανθρώπων ισοδύναμη σημασία, αυτήν της θείας τιμωρίας.
Οψόμεθα
Και τώρα που φτάσαμε στο τέλος, και επειδή πολλοί με ρωτούν από χθες «τι θα κάνω», σημειώνω απλώς ότι είναι μακρύς ο δρόμος που έχει ανοίξει. Χθες οι τράπεζες, αγνοώντας παντελώς την υπόθεση Μουλόπουλου, κατέθεσαν αίτηση πτώχευσης εν λειτουργία του ΔΟΛ και είναι έτοιμες να αναθέσουν στην εταιρεία Grant Thornton τη διεκπεραίωση της όλης διαδικασίας. Οπότε, οψόμεθα των εξελίξεων…
Τσιντσίνης: Σαν να έχει βάλει κι ο Τσίπρας σκοπό να οδηγήσει σε παραδειγματικό ευτελισμό τα αντίπαλα κόμματα, τους θεσμούς, τα μέσα ενημέρωσης
Ο Μιχάλης Τσιντσίνης στις «Αγιογραφίες» αναρωτιέται «στην εποχή του διαδικτυακού κατακερματισμού, πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστεύει κανείς ότι θα διασωθεί πολιτικά αν καταφέρει να βάψει με τα χρώματα του ένα παραδοσιακό Μέσο;»:
Ο Λένιν το έχει οραματιστεί. «Οταν θα έχουμε πια επικρατήσει σε παγκόσμια κλίμακα, νομίζω ότι θα έπρεπε να φτιάξουμε από χρυσάφι τα δημόσια αποχωρητήρια στους δρόμους των μεγαλυτέρων πόλεων του κόσμου». Ο σκοπός του σχεδίου ήταν, βεβαίως, παιδαγωγικός. Να θυμίζει στους λαούς τι πραγματικά αξίζουν οι καπιταλιστικές αξίες -πόσο φτηνός είναι ο χρυσός.
Καμιά φορά, έχει κανείς την αίσθηση ότι παρόμοιες ηροστράτειες ορμές κινούν και τον πρώτο πρωθυπουργό της Αριστεράς. Σαν να έχει βάλει κι ο Τσίπρας σκοπό όχι απλώς να αποκαθηλώσει αλλά να οδηγήσει σε παραδειγματικό ευτελισμό τις αξίες της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας: τα αντίπαλα κόμματα, τους θεσμούς, τα μέσα ενημέρωσης.
Αυτή η διαρκής καμπάνια αποδόμησης του «συστήματος» είναι βέβαια ρηχή. Δεν φιλοδοξεί να ανατρέψει, αλλά να υποκαταστήσει το «σύστημα». Είναι όμως ταυτόχρονα και υπερτιμημένη. Στα δύο χρόνια που κυβερνά ο Τσίπρας δεν έχει δείξει ότι μπορεί να γκρεμίσει τα κεκτημένα της τεσσαρακονταετίας που προηγήθηκε και να χρησιμοποιεί μετά λενινικώς τα συντρίμμια για είδη υγιεινής.
Πουθενά αλλού δεν έχει εκδηλωθεί αυτή η αδυναμία τόσο έκδηλα όσο στην αποτυχημένη επίθεση στην τηλεοπτική ενημέρωση. Εκεί φάνηκε ότι οι συριζαϊκές τάσεις καθεστωτισμού είναι καταδικασμένες. Για τρεις λόγους.
Πρώτον, επειδή η κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική ισχύ που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Το κεφάλαιο της λαϊκής της νομιμοποίησης έχει εξαντληθεί. Καθεστώς δεν στήνεται χωρίς κοινωνική βάση.
Δεύτερον, υπάρχουν αντίβαρα που-ενίοτε-λειτουργούν. Δεν είναι μόνο το ΣτΕ. Δεν είναι μόνο η επιτήρηση των δανειστών. Εϊναι και η ευρωπαϊκή εποπτεία στις τράπεζες που περιορίζει το βεληνεκές των κυβερνητικών παρεμβάσεων.
Τρίτον, η ίδια η ιδέα ότι η πολιτική κυριαρχία περνάει μέσα από τον έλεγχο των Μέσων είναι κάπως παρωχημένη. Τα «συστημικά» media δεν μπόρεσαν να προστατεύσουν από τη φθορά τα «συστημικά» κόμματα -όχι μόνο στην Ελλάδα, ούτε καν στις ΗΠΑ. Στην εποχή του διαδικτυακού κατακερματισμού, πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστεύει κανείς ότι θα διασωθεί πολιτικά αν καταφέρει να βάψει με τα χρώματα του ένα παραδοσιακό Μέσο;
Το ότι αυτή η καμπάνια είναι άκαρπη δεν σημαίνει πως είναι και εντελώς ακίνδυνη. Μπορεί να μην προκαλεί καταστροφή, συσσωρεύει όμως επιμέρους θεσμικές και οικονομικές βλάβες, που θα είναι δύσκολο να αναταχθούν μετά τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Οχι, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν έχουν προδιαγραφές αυταρχικού καθεστώτος. Εχουν, όμως, εξουσιαστικές εμμονές ικανές να καθηλώσουν τη χώρα σε μία εκτός θέματος διακυβέρνηση. Σε μία διακυβέρνηση που εξαντλείται σε τεχνάσματα για τη διαχείριση και τη διατήρηση της εξουσίας.