Του Χρήστου Χωμενίδη
Βρίσκομαι στους Δελφούς.
Σηκώνω τα μάτια, αγναντεύω γύρω. Μπροστά μου το μουσείο και ο αρχαιολογικός χώρος. Η πλαγιά του Παρνασσού όπου ορθωνόταν το μαντείο του Απόλλωνα, ο θησαυρός των Αθηναίων -ανάμεσα στα αφιερώματα στον θεό, τα σκοινιά από τα περσικά καράβια που καταστράφηκαν στη Σαλαμίνα-, οι θησαυροί των άλλων πόλεων, το θέατρο και το στάδιο… Στο αριστερό μου χέρι, μέσα από τα δέντρα, ξεπροβάλλει το σπίτι της Εύας και του Άγγελου Σικελιανού. Στο δεξί μου χέρι απλώνεται ο κάμπος της Φωκίδας. Στο βάθος διακρίνεται το Γαλαξίδι. Πίσω μου, οι ταβέρνες του χωριού έχουν ανάψει κάρβουνα – η τσίκνα μπερδεύεται με το άρωμα της πρώιμης άνοιξης και κάνει την αναπνοή ακόμα πιό απολαυστική, ακόμα πιό ζωογόνο.
Κατεβάζω τα μάτια, ενημερώνομαι ηλεκτρονικά από το κινητό μου για τις τελευταίες ειδήσεις. Η συμπολίτευση καθυβρίζει -και καθυβρίζεται- από την αντιπολίτευση. Οι κυβερνώντες παίζουν κατενάτσιο με τους “θεσμούς”, αγοράζουν χρόνο και προετοιμάζουν την κοινή γνώμη για να δεχθεί καινούργια μέτρα, ώστε να κλείσει η αξιολόγηση και να μην μείνουμε άφραγκοι, μετέωροι. Υπουργοί λεονταρίζουν, παλαιοί πολιτικοί αυτοεξευτελίζονται. Ο κόσμος αγκομαχά για να βγάλει το μήνα, αγωνιά εάν θα έχει περίθαλψη όταν αρρωστήσει, εάν θα έχει σύνταξη όταν γεράσει. Ο κόσμος ξεχνιέται με τηλεπαιχνίδια, με κοσμικά κουτσομπολιά, καβγάδες και έρωτες διασήμων που ουδείς γνωρίζει σε τι ακριβώς οφείλουν τη διασημότητά τους…
Ξανασηκώνω τα μάτια. Αδυνατώ σχεδόν να πιστέψω ότι ο τόπος που με περιβάλλει, η πατρίδα μου, είναι η πατρίδα που τα νέα της έχω μόλις διαβάσει.
Το ίδιο μού έχει συμβεί στο Πήλιο, στην Κέρκυρα, στη Λήμνο. Και στον Λυκαβηττό, βλέποντας την Αθήνα να κοιμάται στα πόδια του. Και στο ρέμα του Χαλανδρίου, ακούγοντας κατακαλόκαιρο τζιτζικοσερενάτες. Και στο μπαλκόνι μου ακόμα στην Κυψέλη, όπου τα χελιδόνια έχτισαν προχθές φωλιά.
Δεν πρόκειται για εφηβικό ρομαντισμό ούτε και για μεσήλικη νοσταλγικότητα. Η έκπληξή μου δεν είναι κατ’ ελάχιστον ποιητική, αρχαιόπληκτη, εθνικιστική σαν εμβατήριο είτε επιτηδευμένα μελαγχολική σαν έντεχνο τραγούδι. Η έκπληξή μου είναι αυθόρμητη και ακατέργαστη: Πώς γίνεται μια χώρα σαν την Ελλάδα να μην ευημερεί; Πώς διάολο συμβαίνει να παλινδρομούμε, δυό αιώνες τώρα, από το “Δόξα τω Θεώ…” στο “Βοήθα Παναγία μου!”; Να κάνουμε ένα βήμα εμπρός κι αμέσως μισό βήμα πίσω, να θαμπωνόμαστε με τζούφια ή κακομεταφρασμένα ή έωλα οράματα -να πάρουμε την Πόλη πίσω, να ακολουθήσουμε τον Τρίτο Δρόμο προς τον Σοσιαλισμό, να παίζουμε ζουρνά και οι αγορές να χορεύουν- και τακτικά να ψευτοϊσορροπούμε στο χείλος του γκρεμού και να ικετεύουμε τους ξένους να μας σώσουν;
Μπορεί η Ελλάς των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών να αποτεφρώθηκε στην πυρκαγιά της Σμύρνης. Ζούμε ωστόσο στην Ελλάδα των εναλλασσόμενων κλιμάτων και τοπίων -απ’το βαλκανικό της Μακεδονίας μέχρι το κυκλαδίτικο και το κρητικό-, των αναρίθμητων μνημείων, των γαστριμαργικών ποικιλιών, των ανέμου και του ήλιου.
Πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να μην εξάγει ενέργεια παραγόμενη από ήπιες πηγές; Να μην τιμολογεί το ελαιόλαδό της σαν ρευστό χρυσάφι; Να μην μοσχοπουλάει το τσίπουρο, το ούζο της και τις εγχώριες ποικιλίες κρασιού; Να μην προσελκύει όποιον επιθυμεί να σπουδάσει φιλοσοφία και ποίηση στην κοιτίδα τους; Να μην αποτελεί τον αυτονόητο τόπο συνάντησης του απολλώνειου με το διονυσιακό; Την προφανή σκηνή όπου όλοι οι δημιουργοί θα λαχταρούσαν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, τόσο οι πρωτοποριακοί καλλιτέχνες όσο και οι καθιερωμένοι σχεδιαστές μόδας;
Η φράση “κάθε κάτοικος του πλανήτη οφείλει να επισκεφθεί τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του την Ελλάδα” θα έπρεπε να ηχεί σε όλες τις γλώσσες.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει επιβάλει τη μοναδικότητά της διεθνώς, πέρα από συγκυρίες και ιδεολογήματα. Ο πλούτος που διαθέτει σε εικόνες, ήχους, γεύσεις και αρώματα, η άυλη υπεραξία κάθε σπιθαμής της υπερβαίνουν -θα υπερέβαιναν κανονικά- τις διεθνείς κρίσεις, τις γεωπολιτικές συγκρούσεις.
Η κάθε χώρα -θα αντιτείνετε- διαθέτει απαράμιλλες καλλονές, καυχιέται και δικαίως για τη μοναδικότητά της. Συμβαίνει δε ομολογουμένως το εξής παράδοξο: Περιοχές του πλανήτη ευλογημένες από τη φύση λιμοκτονούν και σπαράσσονται αενάως. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η υποσαχάρια Αφρική. Ενώ τόποι κάθε άλλο παρά ευνοημένοι σε πλουτοπαραγωγικές πηγές θριαμβεύουν. Η Βρεττανία έγινε κραταιά παράγοντας αποκλειστικά σχεδόν κάρβουνο και πατάτες.
Τα πάντα εξαρτώνται συνεπώς από τη νοοτροπία των κατοίκων; Γιατί λοιπόν τους Έλληνες να καταπίνει ένα σύμπλεγμα ανωτεροκατωτερότητας, να αλέθονται ανάμεσα στο κλέος των αρχαίων προγόνων και την ισχύ των μεγάλων δυνάμεων; Πώς γίνεται να ζουν και να πεθαίνουν βρίζοντας την κακή τους δήθεν τύχη; Μυρηκάζοντας στο διηνεκές χαμένες ευκαιρίες, αυτοκτονικούς ηρωισμούς, απελπισμένους έρωτες; Πώς είναι δυνατόν η χώρα της απόλαυσης να έχει καταντήσει επικράτεια της γκρίνιας, της μιζέριας, των πολιτικών της αρπαχτής, των πολιτών της μισαλλοδοξίας;
Εάν ανατρέχαμε στις πηγές της κακοδαιμονίας, θα βρίσκαμε -ξέρω- πειστικότατες απαντήσεις. Το πράγμα στράβωσε με τη δολοφονία του Καποδίστρια από τους κοτζαμπάσηδες ή με τη στρατιωτική πανωλεθρία της Επανάστασης του ’21; Με τους παπάδες που ούρλιαζαν “κάλλιο σαρίκι τούρκικο παρά τιάρα παπική!” ή με την επιβολή του σκοταδισμού -υπό χριστιανικό μανδύα- από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο; Με την υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη ή με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο;
Έχει ωστόσο νόημα να γλείφουμε ισοβίως τις πληγές μας; Να τις επιδεικνύουμε στον κόσμο μπας και μάς λυπηθεί; Από το να καθαγιάζουμε τις ήττες, δεν θα ήταν προτιμότερο να προετοιμάζουμε τις νίκες μας;
Δεν θέλει και πολύ. Δεν είναι τόσο δύσκολο. Ο ίδιος ο τόπος, το τοπίο, θα μας έδειχνε τον δρόμο. Αρκεί να ξεβουλώναμε τα αυτιά μας, τα οποία βουίζουν από τους τηλεκαυγάδες, απ’τις στριγγές φωνές των χαλασοχώρηδων. Αρκεί να πλέναμε τα μάτια μας για να κοιτάξουμε λίγο πιό μακριά από την τετριμμένη, στείρα μας καθημερινότητα. Δεν θέλει και πολύ.
“Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός” έλεγε ο Σεφέρης.
Εδώ το φως υπάρχει -ακόμα- άπλετο.
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας