Αξίζει

Νίκος Καζαντζάκης… Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ

SpiroSpero.gr | Σπέρνουμε Ειδήσεις

kazantzakis-biography

Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.
“ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ” Εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ

Μπόρα είναι μαθές η ζωή. Θα περάσει!
“Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Η αγάπη κι η συμπόνια είναι θυγατέρες του ανθρώπου, όχι του Θεού.
“ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες.
“ΑΣΚΗΤΙΚΗ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Θεριό ‘ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις.
“Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ”

Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.
“ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”

Ένα θεριό που δεν ξέρει πως είναι θεριό είναι η νιότη.”ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”

Ποιος μπορεί να τα βάλει με το σεισμό, με τη φωτιά, με τα νιάτα;“ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ”

Όσο ζούμε μιαν ευτυχία, δύσκολα τη νιώθουμε. Μονάχα όταν περάσει και κοιτάξουμε πίσω μας, καταλαβαίνουμε ξαφνικά -και κάποτε με κατάπληξη- πόσο σταθήκαμε ευτυχισμένοι.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ “ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ”

Άστρα, πουλιά, σπόροι μέσα στο χώμα, όλα υπακούουν. Και μόνο ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή σε ελευτερία. Γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι αμαρταίνει. Τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία.
“ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”

Απόσπασμα από μια αφήγηση – συνέντευξη του εκδότη του Καζαντζάκη, Γιάννη Γουδέλη (1919-1999), η οποία δημοσιεύτηκε στη “Βιβλιοθήκη” της Ελευθεροτυπίας στις 27/7/2007:

00548

Ο Νίκος και η Ελένη Καζαντζάκη στο σπίτι τους στην Αντίμπ
(η φωτογραφία είναι από το “Μουσείο Ν. Καζαντζάκη”)

(…)
Υστερα απ’ αυτό, πήγα να επισκεφτώ τον Καζαντζάκη, διότι επρόκειτο να πάρω τα χειρόγραφα του «Τελευταίου Πειρασμού», του πιο αντίθετου προς την εποχή, και ιδιαίτερα προς την Εκκλησία, έργου. Πήρα το αεροπλάνο και πήγα στην Αντίμπ. Του είπα: Εξέδωσα το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», έχουμε αυτές τις αντιδράσεις, μας απειλούν· δεν με πειράζει. Ομως τώρα μου δήλωσαν καθαρά και ξάστερα στην Ιερά Σύνοδο ότι θα με αφορίσουν και δεν με πειράζει, δεν ήρθα να σας πω αυτό το πράγμα, αλλά δεν θα μπορέσει να προχωρήσει. Με κοιτάζει λοιπόν ο Καζαντζάκης πίσω απ’ τα γυαλιά του και μου λέει: «Αυτή ήταν η γενναιότητά σου; Θα τα σταματήσεις;» Σηκώνομαι και φεύγω κατευθείαν. Με κυνηγούσε: «Εγώ εδώ το έχω το χειρόγραφο, αν θες το παίρνεις». Το παίρνω, υπογράψαμε ένα συμπληρωματικό συμβόλαιο και ήρθα στην Αθήνα. Πήγα στο τυπογραφείο των αδελφών Ρόδη και έδωσα να τυπώνουν το έργο. Είχα την προνοητικότητα να μην δώσω τα πρώτα κεφάλαια, οπότε όταν θα τελείωνε το έργο, τότε θα τυπωνόταν: Νίκου Καζαντζάκη: «Ο Τελευταίος Πειρασμός», το πρώτο τυπογραφικό, και κατευθείαν θα οδηγείτο στην αγορά. Κατά σύμπτωση, στο ίδιο τυπογραφείο τύπωνε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος το βιβλίο μεταφυσικής «Προλεγόμενα» και τα τυπογραφικά του Καζαντζάκη βρισκόντουσαν δίπλα. Ο Κανελλόπουλος, άνθρωπος πνευματικός, ήξερε τι ήταν· μόλις το είδε και το κοίταξε καλά καλά κατάλαβε και φωνάζει τον φίλο του τον Ρόδη και του λέει: «Εχεις υπόψη σου τι τυπώνεις;». «Ενα βιβλίο του Γουδέλη». «Βρε τι ένα βιβλίο, είναι γι’ αυτό που χαλάει ο κόσμος, έτσι και έτσι». «Τι;» λέει ο Ρόδης, «Παναγία μου, είναι αυτό που γράφουν οι εφημερίδες;». Ερχεται, λοιπόν: «Ελα, πάρε γρήγορα απ’ το τυπογραφείο μου τα αφορισμένα βιβλία, δεν θέλω ούτε να με πληρώσετε». «Κάτσε, ρε χριστιανέ μου, σε έχω πληρώσει, αλλά να σου πληρώσω και οτιδήποτε πρόσθετα». «Τίποτα, για ένα βιβλίο να κάψω εγώ το εργοστάσιό μου;».

00372

Η κηδεία του Καζαντζάκη (5/11/1957)

(η φωτογραφία είναι από το “Μουσείο Ν. Καζαντζάκη”)

Τα μαζεύω σαν πρόσφυγας και έρχομαι σε ένα άλλο τυπογραφείο, απέναντι από το Χημείο, όπου με ξέρανε ως χημικό, ενός Λουκά. Εκεί τύπωσα το πρώτο τυπογραφικό, δόθηκε στη βιβλιοδεσία και έσκασε μπόμπα ότι κυκλοφορεί «Ο Τελευταίος Πειρασμός».
Σε μισή μέρα πουλήθηκαν κάπου 1.750 αντίτυπα, την άλλη μέρα το ίδιο. Ετοιμαζόταν πλέον ο αφορισμός, αλλά ο Καζαντζάκης είχε την τύχη να περνάει από τη Γαλλία η ισχυρότερη γυναίκα της Ελλάδας, η Φρειδερίκη. Ηταν φίλη της Μαρίας Βοναπάρτη, που είχε παντρευτεί, ως γνωστόν, τον Γεώργιο τον μουστακαλή, τον άλλοτε Υπατο Αρμοστή της Κρήτης. Μ’ αυτόν είχε φιλίες ο Καζαντζάκης και με τη Μαρία Βοναπάρτη, στην οποία είναι αφιερωμένος «Ο Τελευταίος Πειρασμός». Τον κάλεσε λοιπόν η Βοναπάρτη τον Καζαντζάκη, ότι ήταν επιθυμία τής βασιλομήτορος να τον γνωρίσει, και μια ολόκληρη νύχτα στο «Σεντρούμ» ο Καζαντζάκης γοήτευσε τη Φρειδερίκη, συζητήσανε, φωτογράφοι και απ’ το Παρίσι και από παντού τούς είχαν βγάλει φωτογραφίες, και μία απ’ αυτές έφτασε και στην Αθήνα. Οπότε, όταν είδαν τη Φρειδερίκη με τον Καζαντζάκη κοπήκαν όλοι· δεν τόλμησε να μιλήσει κανείς και «Ο Τελευταίος Πειρασμός» κυκλοφορούσε άνετα, αλλά η κυκλοφορία του έπεσε πολύ κάτω απ’ τον «Ζορμπά», πολύ κάτω απ’ τον «Καπετάν Μιχάλη», πολύ κάτω απ’ το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», γιατί ήταν ένα βιβλίο πολύ βαρύ, τουλάχιστον για την εποχή εκείνη.
(…)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ (1919-1999)
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ένθετο: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 27/7/2007)
Ολόκληρο το κείμενο εδώ

den elpizo tipota

Η μαρμάρινη επιγραφή στον τάφο του Καζαντζάκη
(η φωτογραφία είναι από το “Μουσείο Ν. Καζαντζάκη”)

Δεν είναι νερό δροσερό ο Θεός, όχι, δεν είναι νερό δροσερό, να το πιες, να δροσερέψεις. Είναι φωτιά, και πρέπει να περπατάς απάνω της. Κι όχι μονάχα να περπατάς, παρά, κι αυτό ‘ναι το πιο δύσκολο, παρά και να χορεύεις! Σίγουρα, ευτύς ως μπορέσεις να χορέψεις, η φωτιά γίνεται νερό δροσάτο, μα ώσπου να φτάσεις ως εκεί τι αγώνας, τι αγωνία, Θεέ μου!”ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ο Χριστός είναι παντού, τριγυρίζει απόξω από το χωριό μας, χτυπάει την πόρτα μας, στέκεται και ζητιανεύει απόξω από την καρδιά μας. Φτωχός, πεινασμένος, άστεγος είναι ο Χριστός
λόγια του Μανολιού από το βιβλίο του ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ “Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Σαν το κρασί ‘ναι κι ο Χριστός. Όμοια ανοίγει κι αυτός την καρδιά των ανθρώπων και μπαίνει ο κόσμος όλος. Όμοια θ’ ανοίξει και την Παράδεισο να μπουν οι αμαρτωλοί.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ “Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ο Χριστός δεν κάθεται από τα σύννεφα, σε θρόνο, όχι. Παλεύει απάνω στα χώματα, πονάει κι αυτός, αδικιέται κι αυτός και πεινάει και σταυρώνεται μαζί μας.
λόγια του Παπα-Γιάνναρου
από το βιβλίο του ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ “ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ό,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός, μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του, σαν να ‘ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα ν’ αγγίξει την καρδιά μας. Και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας.
“ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ο χριστιανισμός, στιγματίζοντας ως αμαρτία την ένωση αντρός και γυναικός, τη μόλεψε, κι ενώ πρωτύτερα ήταν άγια πράξη, χαρούμενη υποταγή στο θέλημα του Θεού, κατάντησε στην περίτρομη ψυχή του χριστιανού αμαρτία. Ένα μήλο κόκκινο ήταν πριν από το Χριστό ο έρωτας. Ήρθε ο Χριστός, κι ένα σκουλήκι μπήκε μέσα στο μήλο και το τρώει.
“ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Αποφθέγματα του Καζαντζάκη για την ελευθερία:
Ακριβή πραμάτεια η λευτεριά.
“ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ‘σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
“Ο ΒΡΑΧΟΚΗΠΟΣ”
μετάφραση Π. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ Εκδόσεις ΕΛ. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Θέλει, λέει, να ‘ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!
“ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος.
“ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Αποφθέγματα που ο Καζαντζάκης βάζει στο στόμα του Παπα-Φώτη (από το βιβλίο “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”):
Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω!
Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος.
Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου…
Θα βρούμε, εκεί που πάμε, το Θεό. Και θα τον βρούμε, όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει. Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.
Χαίρουμαι, άνθρωπος είμαι, όταν μου τύχει ένα καλό, μα πιο πολύ χαίρουμαι όταν πλακώσει η δύσκολη ώρα! Γιατί λέω: τώρα θα δείξεις, παπα-Φώτη, αν είσαι άντρας αληθινός ή κουνέλι.
Όταν πολυσυχάσει το νερό, βουρκιάζει, όταν πολυσυχάσει η ψυχή, βουρκιάζει.
Και στο πιο μικρό πετραδάκι, και στο πιο ταπεινό λουλούδι, και στην πιο σκοτεινή ψυχή, βρίσκεται ολάκερος ο Θεός
«Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ»

Καπετάν Πολυξίγκης: Μωρέ δεν είναι κρίμα κι άδικο να μη βαστάει χίλια χρόνια η νιότη του ανθρώπου! Μπας και φοβήθηκε ο Θεός μην του πάρουμε το θρόνο, και σιγά σιγά, μπαμπέσικα, μας ξαρματώνει – μας βγάζει τα δόντια, μας ξεκλειδώνει τα γόνατα, μας τσακίζει τα νεφρά, μας θολώνει τα μάτια, και τρέχουν τα ρουθούνια και τα χείλια μας μύξες και σάλια; Δε με νοιάζει ο θάνατος, δε με νοιάζει, θεόψυχά μου, ας με φάει μια και καλή το βόλι. Μα αυτό το σιγανό ξεγιβέντισμα, όχι, δεν υπογράφω!”ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος ενενήντα χρονών φύτευε μια μυγδαλιά. -Ε, παππούλη, του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις; Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει: -Εγώ, παιδί μου, ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος! -Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα νάταν να πεθάνω την πάσα στιγμή. Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;”ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Μια φορά στην Αραπιά ήταν ένα παμπόνηρος βασιλιάς. Κάθε πρωί, πριν ξημερώσει, μάζευε τους σκλάβους και δεν τους άφηνε να πιάσουν δουλειά προτού να διατάξει τον ήλιο ν’ ανατείλει. Ένας γερο-σοφός τον ζύγωσε μια μέρα και του κάνει:
-Δεν ξέρεις πως ο ήλιος δεν περιμένει τη διαταγή σου;
-Το ξέρω, γερο-σοφέ, το ξέρω. Μα τι Θεός, δε μου λες, θα ‘ταν αν δεν μπορούσε να γίνει όργανό μου;
“ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”

“Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου”
Ο Νίκος Καζαντζάκης θυμάται την πρώτη του επίσκεψη στο δημοτικό σχολείο:
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο. Μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα. Το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα. Ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
-Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
-Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου
-Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.
-Το κρέας δικό σου του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο.
-Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.”ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”

“Nα τελειώσω το έργο μου”
Ο Γιάννης Μαγκλής θυμάται τον Ν. Καζαντζάκη:
Ο Καζαντζάκης ήταν ασκητής, προπολεμικά μαγείρευε Δευτέρα και έτρωγε ως το Σάββατο από το ίδιο φαγητό, δεν είχε χρόνο να ξοδεύει, έτρωγε μερικές κουταλιές και γι’ αυτό ήταν αδύνατος, πετσί και κόκαλο ήταν, δούλευε τόσο πολύ που έλεγες “πώς διάολο αντέχει αυτός ο άνθρωπος;” Εφείδετο του χρόνου του, ούτε ένα λεπτό δεν πήγαινε χαμένο, χωρίς δουλειά. Θυμάμαι πολύ καλά, μια μέρα στην Αίγινα, όταν περνούσαμε από τα καφενεία που ήταν γεμάτα και μου ‘λεγε: “Όταν βλέπω αυτούς όλους τους νεοέλληνες, τους τεμπέληδες, που δεν ξέρουν τι να κάνουν και κάθονται στο καφενείο και παίζουν τάβλι ή χαρτιά ή κουβεντιάζουν, μου ‘ρχεται να τους σιμώσω, να τους απλώσω τις χούφτες και να τους πω: Άνθρωποί μου, που δεν ξέρετε τι να τον κάνετε τον καιρό σας, δώστε τον μου εμένα να τελειώσω το έργο μου και να σώσω την ανθρωπιά μου”.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΓΚΛΗΣ από συνέντευξή του στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ένθετο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ) 27/7/2007

“Ο Καστανάκης, ο Καζαντζάκης και ο θάνατος του Σικελιανού”
Όταν τέλειωσε ο τελευταίος πόλεμος, με κάλεσαν να με φιλοξενήσουν στην ιδιόκτητη βίλα τους στην Αντίμπ. Εκεί για τελευταία φορά είδα και το Νίκο Καζαντζάκη. Κατοικούσε τότε με τη γυναίκα του στη βίλα Μανολίτα (ένα παλιό διώροφο σπίτι). Έκανε πολύ μεγάλη χαρά που με είδε. «Η Ελένη, μου λέει, έφυγε λίγο πριν με το ποδήλατο. Πάει στο βουνό να μαζέψει χόρτα. Μα δε θ’ αργήσει να ‘ρθει». Η Ελπίδα στο μεταξύ γυρίζει και μου λέει σιγαλόφωνα: «Αυτά τα χόρτα που μαζεύει η Ελένη είναι η βασική τροφή τους, και κανένα αυγό, τυρί ή ελιές που τους στέλνουν απ’ την Ελλάδα. Τα οικονομικά των Καζαντζάκηδων ήτανε τότε πολύ σφιγμένα. Ο Καζαντζάκης μου έδειξε μεγάλη λύπη γιατί το πρωί ήτανε υποχρεωμένος να αφήσει τη βίλα Μανολίτα και να τραβήξει με τη γυναίκα του για κάποιο μικρό ισπανικό χωριό που η ζωή εκεί ήτανε πολύ φτηνότερη. Το σπίτι τους στην Αντίμπ το είχανε νοικιάσει για τους καλοκαιρινούς μήνες στον καθηγητή Αγγελόπουλο, που την επόμενη μέρα θα ‘ρχονταν με την οικογένειά του να εγκατασταθεί.

Ο Καζαντζάκης άρχισε με πολύ ενδιαφέρον να με ρωτάει για πρόσωπα και για καταστάσεις του τόπου μας. Μα σαν έφτασε στο «θέμα» Σικελιανού, πήρε την καρέκλα του, κάθισε πολύ κοντά μου και, μέσα από τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του, μου λέει:
-Μα πώς; Πες μου, σε παρακαλώ. Εσύ και ο Σκαζίκης ήσαστε σχεδόν κάθε μέρα κοντά του. Πώς βρέθηκε ένας Άγγελος Σικελιανός μόνος; Πώς μέσα σε μια ολόκληρη πρωτεύουσα πέθανε αβοήθητος; Πώς; Ποιοι βρέθηκαν πλάι του κείνη την καταραμένη ώρα που πήρε το δηλητήριο αντίς το φάρμακο; Ποιοι; Πες μου. Κανένας δεν τον βοήθησε; Θέλω να μου τα πεις όλα.
Ο Καστανάκης μου έκανε νόημα να σταματήσω. Ήρθε ο ίδιος κοντά μας και άλλαξε την κουβέντα γιατί ο Καζαντζάκης δεν είχε ακόμα καλοσυνέλθει από την πάρεση του προσώπου του και ήτανε φόβος με τη συγκίνηση την έντονη να είχαμε πάλι καμιά νέα ιστορία. Έτσι τα εναγώνια ερωτήματα του Καζαντζάκη για το θάνατο του μεγάλου ποιητή έμειναν αναπάντητα.
ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ απόσπασμα από το άρθρο της «ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ – Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ»περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.106, 1/8/1973

αποφθέγματα του Καζαντζάκη για τον άνθρωπο:
Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι, δεν αντέχουν, ο άνθρωπος αντέχει…
«ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ»
Ξεχνάει η ψυχή του ανθρώπου, ξεχνάει η κακομοίρα. Γι’ αυτό τη λένε κι αθάνατη.
«ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ»
Λίγο μαλακός, λίγο αναποδιάρης, πότε καλός, πότε σκύλος που δαγκάνει, μισό διάολος, μισό άγγελος, άνθρωπος κοντολογίς!
«Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ»
Η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες. Φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!
«ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ»
Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.
«ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ»
Θεριό ‘ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις…
«Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ»
Θεριό είναι ο άνθρωπος στα νιάτα του, θεριό ανήμερο και τρώει ανθρώπους! (…..) Τρώει αρνιά και κότες και γουρουνάκια, μα αν δε φάει άνθρωπο, όχι, δε χορταίνει.
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ»
Ο διάολος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Κόλαση, ο άγγελος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Παράδεισο. Ο άνθρωπος όπου θέλει!
«Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ»
Ο άνθρωπος είναι χτήνος! (…..) Τούκαμες κακό; Σε σέβεται και σε τρέμει. Τούκαμες καλό; Σου βγάζει τα μάτια.
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ»
Μωρέ, τι μηχανή είναι ο άνθρωπος! Της βάζεις ψωμί, κρασί, ψάρια, ραπανάκια και βγαίνουν αναστεναγμοί, γέλια κι ονείρατα. Εργοστάσιο!
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ»
Ε, κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις. Το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πια πολύ αργά.
«ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ»

“Ο Πατριάρχης πέταξε την αίτηση σ’ ένα συρτάρι”
Ο Καζαντζάκης ποτέ δεν αφορίστηκε, αγαπητή μου. Η Ιερά Σύνοδος τον καταράστηκε και τον αφόρισε και ζήτησε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να επικυρώσει την αφόρισή του. Ο Πατριάρχης πέταξε την αίτηση σ’ ένα συρτάρι και ακόμα εκεί είναι. Ποτέ δεν την υπέγραψε.
από συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου Κρήτης, Ευγένιου, στην Ελένη Κατσουλάκη το 1972.(αντιγραφή από το http://oistros-reportaz1.blogspot.com/2006/08/blog-post_115608959230201405.html)

“Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος!”
Ο Ευγένιος, αρχιεπίσκοπος Κρήτης την περίοδο 1950-1978 μιλάει στην Ελένη Κατσουλάκη για την κηδεία του Καζαντζάκη:
-Εγώ, δεσποινίς Κατσουλάκη, πήγα και στην κηδεία του! Παρ’ όλες τις απειλές, διαταγές, εκκλήσεις που πήρα γραπτώς και προφορικώς -μπροστά μου και πίσω από την πλάτη μου- έδωσα άδεια να μπει η σωρός του στον Άγιο Μηνά και έκανα μάλιστα και την νεκρική δέηση!
-Δεν φοβηθήκατε;
-Ήταν δύσκολη η θέση μου. Είχα μεγάλη πίεση και από την Ιεραρχία και από τις τοπικές αρχές. Αν δεν άφηνα την σωρό του Καζαντζάκη στον Άγιο Μηνά, θα γινόταν η επανάσταση του 1821 και θα αιματοκυλιόμαστε εδώ κάτω! Οι Κρητικοί το ‘χαν πάρει πολύ πατριωτικά το θέμα. Ήταν ανήμερα θηρία! Στην κηδεία κόντεψε να γίνει μεγάλο μακελειό. Κάμποσοι κληρικοί χωρίς ράσα ακολούθησαν την νεκρική πομπή βρίζοντας το νεκρό, αρπάχτηκαν στα χέρια με ντόπιους Κρητικούς. Δύσκολες ώρες και για μένα, ένα ανώτατο κληρικό!
-Εσείς τον θάψατε;
-Όχι, αλίμονο μου! Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος! Είχαμε διαταγή να μην γίνει η ταφή του από κανένα Ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στην σωρό του Καζαντζάκη.
-Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θάφτηκε από ιερέα ο Καζαντζάκης.
-Ο κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. Μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό. Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου! Πουθενά παπάς. Οι Βρακοφόροι Κρητικοί άρχιζαν να φουρτουνιάζουν, έμαθα από άλλους παρόντες, άναψαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένας νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό! Ούτε ήξερα ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί, από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!
από άρθρο της ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΚΗ στο περιοδικό του Παντείου (2003) αντιγραφή από το http://oistros-reportaz1.blogspot.com/2006/08/blog-post_115608959230201405.html

Ο μητροπολίτης δεν ηκολούθησεν την πομπήν
Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη από τον μητροπολίτη Κρήτης κ. Ευγένιον.
Σχετικά πληροφορούμεθα ότι ο μητροπολίτης Κρήτης απέφυγε να λάβη μέρος στην νεκρώσιμη ακολουθία, τελικά όμως εδέχθη κατόπιν μεσολαβήσεως του Δημάρχου Ηρακλείου. Πάντως ο μητροπολίτης δεν ηκολούθησε την σορόν του μεγάλου συγγραφέως κατά την νεκρικήν πομπή.
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (6/11/1957)

“Ο παπάς που έθαψε τον Καζαντζάκη και η ιστορία του”
Ο ανώνυμος ιερέας που έθαψε τον Καζαντζάκη μιλάει στην Ελένη Κατσουλάκη:
Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα τη θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοεμβρίου. Οι αρχές και ο στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Όταν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδησή μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στο λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ ένα βαφτισμένο χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό. Όσο αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τα κρίνω.
-Πώς τα καταφέρατε;
-Το ‘σκασα κρυφά από το στρατό τη μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα.
-Ο κόσμος που περίμενε στον Μαρτινέγκο ήξερε τι έγινε;
-Όχι. Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια!
-Τιμωρηθήκατε;
-Ναι. Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες.
(Κοίταξα κατάματα τον ανώτατο τούτο άνθρωπο, με απέραντη ευλάβεια. Του ‘πιασα τα χέρια με τρυφεράδα και τα φίλησα με όλη μου την ειλικρίνεια. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που φίλησα τα χέρια ενός κληρικού!)
από άρθρο της ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΚΗ στο περιοδικό του Παντείου (2003) αντιγραφή από το http://oistros-reportaz1.blogspot.com/2006/08/blog-post_115608959230201405.html

“Τουτουσές τσ’ ανθρώπους δεν τους θάβουνε νεκροθάφτες”
Η Κρήτη βρισκόταν σε συναγερμό για την κηδεία του μεγάλου τέκνου της. Είχαν φθάσει απ’ όλα τα μέρη της Μεγαλονήσου αντιπροσωπείες, μαθητές Γυμνασίων, αγρότες, εργάτες, άνθρωποι από κάθε τάξη. Χιλιάδες λαού και μαθητές κρατώντας βιβλία του νεκρού τον συνόδεψαν μέχρι την ιστορική τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα ενετικά τείχη, όπου είχε ανοιχτεί ο τάφος του. Τότε συνέβη το εξής συγκλονιστικό: Ένας ηλικιωμένος, μα εύρωστος και μεγαλόσωμος άντρας με μουστάκες, ο καπετάν Μανούσακας ο Κρητίκαρος, άρπαξε την τσάπα και παραμέρισε τα χώματα. Αμέσως ύστερα αγκάλιασε το νεκρό, τον σήκωσε, λέγοντας: “Τουτουσές τσ’ ανθρώπους δεν τους θάβουνε νεκροθάφτες”, και κατεβάζοντάς τον μόνος του στον τάφο, τον τακτοποίησε στην τελευταία του κλίνη. Πάνω από το νεκρό τότε, οι γυμνασιόπαιδες έριξαν χώμα που είχαν φέρει μαζί τους απ’ όλες τις επαρχίες της Κρήτης. Στον τάφο του στήθηκε ένας πανύψηλος, λιγνός και σκοτεινός σταυρός, ορατός από μεγάλη απόσταση. Πάνω στην πλάκα του τάφου του χαράχτηκε το περίφημο καζαντζακικό απόφθεγμα: “Δε φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι ελεύθερος”.
ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ – ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΣ “ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ” Εκδόσεις ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ

“Δεν έχει καιρό να πεθάνει”
Η Μ. Μερκούρη θυμάται μια επίσκεψή της, μαζί με τον Ζ. Ντασέν, στο σπίτι του Καζαντζάκη στην Αντίμπ:
Το ταξί σταμάτησε στο ταπεινό σπιτάκι του Νίκου Καζαντζάκη. Καθώς βγαίναμε έξω, ένας γιατρός έφευγε απ’ το σπίτι. Ο Τζούλυ έτυχε να τον γνωρίζει. Ήταν ένας γιατρός απ’ το Παρίσι.
«Τι κάνετε στην Αντίμπ, γιατρέ»
«Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ. Επισκέπτεσθε ένα νεκρό. Ποτέ δεν έχω δει κανέναν σε τόσο προχωρημένη κατάσταση λευχαιμίας να μένει όρθιος. Μου λέει πως δεν έχει καιρό να πεθάνει. Έχει πολλή δουλειά να τελειώσει και ορκίζεται πως δεν θα φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο πριν δει την Κίνα».
Σχεδόν κοκέτικα, ο Καζαντζάκης κρατούσε ένα μαντίλι στα χείλια του, διαφορετικά δεν έδειχνε καθόλου πως ήταν άρρωστος. Ήταν αδύνατος, άγριος, σαν γεράκι. Απέπνεε ενεργητικότητα. Περίμενα τη συνάντηση αυτών των δύο αντρών. Ήμουν σίγουρη πως θα οδηγούσε σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση – αλλά τα πέντε πρώτα λεπτά επικράτησε μια αμήχανη σιωπή που τονιζόταν από μερικές κοινοτοπίες. Η γυναίκα του σέρβιρε τσάι. Απόρησα βλέποντας τους δύο άντρες να φέρονται με τόση δειλία. Ύστερα ο Καζαντζάκης είπε: «Δεν κάνουμε τίποτα έτσι». Είπε ένα ανέκδοτο που έσπασε τον πάγο. Από εκείνη τη στιγμή δεν σταμάτησαν να μιλάνε. Βιβλία, ποιήματα, θρησκεία, πολιτική. Σε λίγο αποφάσισε να κάνει τον Τζούλυ Κρητικό. Τα περισσότερα κρητικά ονόματα τελειώνουν σε «άκης». Από τότε, σ’ όλη τη διάρκεια μιας σχέσης που κράτησε δυο χρόνια, τον έλεγε «Ντασενάκη». «Εσύ, Ντασενάκη, ήθελες να γυρίσεις μια ταινία απ’ το μυθιστόρημά μου «Αλέξης Ζορμπάς». Δεν το ήξερα. Κοίταξα απορημένη τον Τζούλυ. Ναι, ήθελε πάρα πολύ να γυρίσει την ταινία αλλά ήθελε να παίξει τον Ζορμπά ο Ρώσος ηθοποιός Τσερκασώφ. Οι χρηματοδότες είπαν όχι.
«Μελίνα, Ντασενάκη, πάμε περίπατο;»
Ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι ήταν τόσο άρρωστος ήταν ισάξιος πεζοπόρος του Ντασέν. Αγωνιζόμουν για να τους προλαβαίνω. Έκαναν όλο το γύρο των οχυρών της Αντίμπ. Ο Καζαντζάκης μιλούσε για την Ελλάδα μ’ αγάπη και πάθος. Κατάλαβα πόσο δύσκολη έπρεπε να είναι η εξορία του, αλλά δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τους Έλληνες που παρέδωσαν τη χώρα τους στον ξένο έλεγχο, στο ξένο χρήμα και που αποκτούσαν ξενικούς τρόπους. Η ομιλία του ήταν γεμάτη εικόνες. Πολύ ποιητικές και πολύ κρητικές. Οι Κρητικοί είναι λίγο υπεράνθρωποι. Προκαλούν τους Θεούς κι ανεβαίνουν σε βουνοκορφές. Ο Καζαντζάκης το ήξερε και προειδοποίησε τον Ντασέν πως αυτό θα ‘ταν ένα πρόβλημα στην κινηματογραφική διασκευή του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Ύστερα μίλησαν πολλή ώρα για την προσέγγιση του Ντασέν στο σενάριο.
Τελικά γυρίσαμε στο σπίτι. Όλα τα μέλη μου πονούσαν. Η Ελένη Καζαντζάκη είχε ετοιμάσει ένα θαυμάσιο γεύμα. Ο Νίκος έφαγε ελάχιστα. Πριν φύγουμε ο Τζούλυ είπε πως σκόπευε να γυρίσει την ταινία του στην Ελλάδα. Ο Καζαντζάκης κούνησε το κεφάλι του. Οι αρχές δεν θα επέτρεπαν το γύρισμα ενός έργου του στην Ελλάδα. Ο Τζούλυ επέμεινε πως θ’ αγωνιζόταν για να το πετύχει. «Τότε, Ντασενάκη, πρέπει να δοκιμάσεις την Κρήτη. Ίσως να μην σ’ ενοχλήσουν εκεί». Αυτό ήταν ένα αριστούργημα μετριοφροσύνης. Η Κρήτη λάτρευε τον Καζαντζάκη. Και μόνο η μνεία του ονόματός του ήταν διαβατήριο για τα σπίτια και τις καρδιές των ανθρώπων.
«Θα ‘ρθεις στην Κρήτη όταν θα γυρίζουμε;»
«Όχι, Ντασενάκη. Δεν θα ξαναπάω ποτέ στην Ελλάδα».
«Πρέπει να ξαναδείς την Κρήτη».
Έβλεπα πως ο Τζούλυ σκεφτόταν τα λόγια του γιατρού.
«Θα δούμε, Ντασενάκη, θα δούμε».
Ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε σε λίγα χρόνια. Αλλά όχι πριν γράψει μερικά μεγάλα έργα και όχι πριν πάει στην Κίνα. Αλλά δεν ξαναείδε ποτέ την Ελλάδα.
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ» Εκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ

“Στον τάφο του Καζαντζάκη”
Η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει μια επίσκεψή της στον τάφο του Καζαντζάκη:
Αργά, μετά τη δεξίωση πρότεινα στη Φανή να πάμε λίγο πάλι στον τάφο μοναχές για τελευταία φορά. Μια στιγμή περισυλλογής. Σκοτάδι. Ό,τι φώτιζαν οι χαμηλωμένοι φάροι του αμαξιού. Και τότε απίθανη πρόβαλε μια εικόνα μέσα στη νύχτα. Δυο ερωτευμένα παιδιά, αγκαλιασμένα πάνω στην πέτρα του τάφου του Καζαντζάκη, πλάι στον ξύλινο σταυρό. Ξαφνικά φωτίστηκαν. Πετάχτηκαν όρθια. Το παληκάρι άλαλο, αμήχανο, η όμορφη κοπέλα τρεμάμενη, φοβισμένη. “Είναι μυστικό μεγάλο, θα με σκοτώσουν οι δικοί μου”. Την αγκάλιασα. “Μη φοβάσαι, κοριτσάκι μου, κανείς μα κανείς δε θα το μάθει, να είσαι ήσυχη”. Και φύγαμε αμέσως και τους αφήσαμε πάλι μες στο σκοτάδι, και παρακάλεσα τους συνοδούς μας να κρατήσουν αυστηρό το μυστικό. Τι μεγάλη προσφορά στον Καζαντζάκη, δυο νέα παιδιά να μιλούν για τον έρωτά τους πάνω στον τάφο του.
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σα να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσε πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: “Αλήθεια λες;” και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα να ‘χε κατέβει από τον Παράδεισο, σα να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού.
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ “ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”
Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ο Μάριος Πλωρίτης, σε άρθρο του στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (1/11/1957), γράφει για τις τρεις συναντήσεις του με τον Καζαντζάκη στην Αντίμπ της Γαλλίας:
Αποχαιρετισμός:
Τελευταία συνάντηση με τον Καζαντζάκη
του Μάριου Πλωρίτη
(…)
Τις τρεις τέσσερις φορές, που ιδωθήκαμε κείνο το καιρό, τις ώρες που καθήσαμε κουβεντιάζοντας μέσα στο σκιερό δωμάτιο, αγάπη κι αγανάχτηση μαζί με πλημμύριζαν. Αγάπη για κείνον, αγανάχτηση για τους διώχτες του. Ο προδότης των “ελληνικών θεσμών” λαχταρούσε αδιάκοπα για την Ελλάδα – ο “άθεος” μιλούσε κάθε τόσο για την αγωνία του να βρει και να σώσει το Θεό του – ο “ανήθικος” ήταν η φλεγόμενη βάτος της Αρετής – ο πουλημένος “κουκουές” ήταν ο ακατάβλητος εραστής της Ελευθερίας… Φυσικά για να τ’ ανακαλύψεις όλα αυτά, δε χρειαζότανε να γνωρίσεις από κοντά τον Καζαντζάκη. Ολόκληρο το έργο του 50 χρόνων, τα διαλαλεί. Χρειαζόταν όμως καλή πίστη και τίμιος νους για να τα παραδεχτείς. Κι αυτά λείπανε από τους “σταυρωτές” του.
Άμα γνώριζες όμως από κοντά τον Καζαντζάκη – πόσο επικίνδυνη και τις περισσότερες φορές, απογοητευτική, είναι η προσέγγιση των ανθρώπων που τιμάς και θαυμάζεις! – άμα τον γνώριζες από κοντά, έβλεπες πως ο καθημερινός Άνθρωπος ήταν ολότελα συνεπής με τον Πνευματικό. Πως δεν ήταν λόγια για κατανάλωση, όσα είχε χαράξει στο χαρτί, αλλά η κραυγή του αίματος και του νου του. Ο ένσαρκος Καζαντζάκης δεν πρόδινε ούτε κατά ιώτα εν το πνεύμα του.

ceb9ceb9

Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957)
σκίτσο του Τ. Καλμούχου
από τον Πανδέκτη
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό – και το πιο ελκυστικό του- γνώρισμα, ήταν η απλότητά του. Ούτε ο πολύχρονος στοχασμός, ούτε η ακατάπαυστη μάχη του με τον εαυτό του, ούτε η παγκόσμια δόξα που είχε (τόσο αργά) κερδίσει, τον αποξένωσαν απ’ τους ανθρώπους ή τούδωσαν την ελάχιστη έπαρση. Κάποια στιγμή που μούφερε μια ωραιότατη γερμανική έκδοση του “Τελευταίου Πειρασμού” (μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει) τα κουρασμένα μάτια του πήραν μια φωτερή λάμψη. Μα, περισσότερο απ’ την ικανοποίηση για την επιβράβευση του “καλού αγώνα” του, μου φάνηκε πως χαιρόταν ο εραστής του ωραίου. Τα μακριά του δάχτυλα χάιδευαν το βαθυπράσινο δέσιμο του βιβλίου με την απόλαυση ενός φλωρεντινού “ντιλεντάντε”.

cebaceb1ceb6ceb1cebdcf84ceb6ceaccebaceb7cf823

Ν. Καζαντζάκης
(ελαιογραφία του Π. Ζωγράφου)
από τον Πανδέκτη
Η Ελλάδα ήταν αδιάκοπα μέσα στις κουβέντες μας. Οι μακρινοί φίλοι και, καμιά φορά, οι ξέφρενοι εχθροί. Ο Καζαντζάκης δεν αγαναχτούσε. Δεχόταν μακρόθυμα τους λιθοβολισμούς. Μόνο, μια στιγμή, είπε λυπημένα:
-Γιατί φωνάζουν; Εγώ δε ζήτησα τίποτα, δε θέλησα να πάρω τίποτα από κανέναν. Ο καθένας κάνει το έργο του, όπως νομίζει κι όπως μπορεί. Ο καθένας προσπαθεί να υποτάξει την τίγρη που τον καβαλάει στη ράχη. Όλη μου τη ζωή πάλαιψα κι εγώ, όπως όλοι. Έκανα αυτό που πίστευα, ας κάνουν κι οι άλλοι αυτό που πιστεύουν…
Βυθισμένος στην πολυθρόνα του μ’ ενωμένα τα δάχτυλα των χεριών του, κοιτούσε ίσια μπρος, σα νάβλεπε -ατέλειωτο μονοπάτι- αυτή τη ζωή, τη γεμάτη αγωνία, δάκρυα, αίμα, πίστεις κερδισμένες και πίστεις απαρνημένες, ακόρεστη δίψα να εισχωρήσει στο μυστήριο της ζωής, που όλο και το πλησίαζε, κι όλο του ξέφευγε απ’ τα χέρια…

ImageHandler 1

Ο Ν. Καζαντζάκης και η Ελένη Καζαντζάκη Σαμίου

Τώρα δεν του απόμενε παρα η κουρασμένη σάρκα του -που την υπονόμευε, από μέσα, το ίδιο του το αίμα- και το ακούραστο πνεύμα του. Μ’ αυτό αντιμετώπιζε θαρραλέα τη σκιά του θανάτου, που γινόταν όλο και πιο βαριά, όλο και πιο κοντινή. Τελευταίες του, τώρα, χαρές, το άσπρο χαρτί και τα ταξίδια. Αυτός ο γιος του Ομήρου ονειρευόταν τις στερνές περιπλανήσεις του.
-Θέλω να πάω στη Νότιο Αμερική, μου έλεγε. Είν’ ένας κόσμος που δεν τόνε γνώρισα και που μου ξυπνάει πάντα το νου… Θέλω να ξαναπάω στην Κίνα και την Ιαπωνία. Τεράστιες αλλαγές έγιναν από τότε που ξαναήμουνα εκεί.
Το πρώτο ταξίδι δεν μπόρεσε να το πραγματοποιήσει ποτέ. Το δεύτερο, που το κατόρθωσε, τον έστειλε στον τάφο…
-Κι η Ελλάδα; τον ρώτησα.
-Η Ελλάδα είναι η μεγάλη Μάνα, έκανε ζωηρά. Δεν έχει σημασία κι αν βρίσκομαι μακριά της. Την Ελλάδα την έχω μέσα μου. Και πιο πολύ την Κρήτη… Έπειτα, κι εδώ που βρισκόμαστε είναι Ελλάδα. Την Αντίπολη δεν τη χτίσανε Έλληνες, Ίωνες; Μα είτε εδώ, είτε αλλού, η Ελλάδα μ’ ακολουθεί παντού και πάντα…
Έπειτα, πρόστεσε πιο χαμηλόφωνα:
-Όμως θέλω να πεθάνω στην Κρήτη. Είναι η γη μου. Εκεί στο Κάστρο (Ηράκλειο). Κι αν δεν προφτάσω να πεθάνω εκεί, εκεί θέλω να με θάψουνε. Το χώμα της Κρήτης έφτιασε το αίμα μου – αυτό θέλω να το πιει…
Η Μοίρα δεν τον άφησε να ξαναδεί τον ήλιο της Κρήτης. Μόνο η γης της θα του δώσει τη στερνή χαρά…
Λίγο αργότερα με ξεπροβόδισε ως την πόρτα του κήπου του. Για τελευταία φορά, τούσφιξα το μακρύ, λιγνό χέρι του.
– Ο Θεός μαζί σας, μούπε όπως έλεγε πάντα. Και πρόστεσε:
-Νάσαστε ευτυχισμένος που γεννηθήκατε Έλληνας.
Στη στροφή του δρόμου γύρισα τα μάτια μου πίσω. Η αλύγιστη σιλουέτα του Ψηλορείτη είχε μείνει ασάλευτη, βιβλική στο κατώφλι. Δεν την ξαναείδα πια…

ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (1/11/1957)
Ενδιαφέρουσα σύνδεση:
Ο Καζαντζάκης μιλάει στη γαλλική τηλεόραση
22/5/1957 (μόνο για γαλλομαθείς)

Έμεινε πάντα αδέσμευτος
Θυμόμουν συχνά την περίπτωση του Νίκου του Καζαντζάκη, που με τίποτα δε δεσμεύτηκε σ’ όλη του τη ζωή. Δε σκλαβώθηκε τριάντα χρόνια πάνω στην έδρα, όπως ο Λευτέρης κι εγώ. Ετεροκίνητα ζήσαμε του κουδουνιού. Πεινούσαν κυριολεκτικά, άμα πρωτοπήρε τη Γαλάτεια κοντά του, μα αδιαφόρησε. Τον διόρισε ο Βενιζέλος Γραμματέα στο Υπουργείο της Παιδείας, σωτήρια λύση για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τότε, μα βρήκε πρόφαση πως έπρεπε να τον κάμουν διευθυντή με το πρώτο και δε δέχτηκε το διορισμό. Υπουργό να τον έκαναν δε θα δεχόταν. Ήταν πλασμένος για να ασχολείται με ό,τι τον έσπρωχνε μπροστά. Έτσι είχε γεννηθεί. Όπου ο καημένος ο πατέρας μου υποχρεώθηκε να τους στέλνει από το υστέρημά του… Θυμούμαι που και τον καφέ ακόμα τους τον στέλναμε από το Ηράκλειο… και στο Ηράκλειο στέλνανε τα ρούχα τους και τους τα πλύναμε… Έζησαν τότε στην αρχή μαύρες μέρες φοβερής ανέχειας και δυστυχίας. Όταν το καλοκαίρι του 1911 αντίκρυσα τη Γαλάτεια στα Πατήσια που ζούσαν, μου φάνηκε το πρόσωπό της σαν κρανίο… Τις μέρες που κάναμε εκεί -είχαμε πάει εγώ κι ο Λευτέρης- γνωρίσαμε κι εμείς πρώτη φορά τι θα πει πείνα… Ύστερα τους πήραμε και κατεβήκαμε όλοι μαζί στην Κρήτη, και γαλήνεψε κάπως η Γαλάτεια από κείνη την ανομολόγητη συμβίωση με έναν άνθρωπο τόσο ασυνεννόητο στην κοινή ζωή. Και με τη Γαλάτεια δίπλα του εξακολουθούσε να ζει με τις έξεις και την ψυχολογία του εργένη. Με την ταχτική που ακολουθούσε ζώντας τόσα χρόνια φοιτητής ή σπουδαστής στο εξωτερικό. Και φυσικά αμίλητος. Μόλις ξυπνούσε, είχε δίπλα του στο τραπέζι το καμινέτο με το τσαγερό. Το άναβε κι έφτιαχνε το τσάι του. Έτρωγε ξαπλωτός στο κρεβάτι και συνέχιζε το διάβασμα ή το γράψιμό του. Δε μιλούσε τα πρωινά σε κανένα για να μη χάνει χρόνο. Αυτό κράτησε σ’ όλη τη ζωή του. Πώς λοιπόν θα ‘μπαινε στο ζυγό της υπαλληλίας, να πηγαινοέρχεται σε περιβάλλοντα που δεν τον ενδιέφεραν, να κάνει γραψίματα άσχετα από το δημιουργικό του στόχο; Δεν υπήρχε δύναμη για το Νίκο, ικανή να τον κάμει να ξεκόψει από τους στόχους του τους δημιουργικούς. Όλος ο κόσμος βέβαια έχει επιθυμίες και φροντίζει να τις ικανοποιεί. Η διαφορά με τον Νίκο έγκειται σέ τούτο: είχε τη δύναμη να ζει έξω από τις καταστάσεις που υπήρχαν γύρω του. Έμεινε πάντα αδέσμευτος προς ό,τι οι άνθρωποι ονομάζουν καθήκοντα στους γονείς, στη γυναίκα σου, καθήκοντα στο διπλανό σου…
ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ “ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ”
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Αποφθέγματα του Καζαντζάκη για τον Θεό:
Ο άνθρωπος βιάζεται, ο Θεός δε βιάζεται
“Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ”

Εύκολο να θυσιάσεις στο Θεό το τίποτα, δύσκολο να θυσιάσεις τα πάντα.
“Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ”

Ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος.
“ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”

Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και συχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν.
“ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”

Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει!
“ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ”

Αν δε δει ο Θεός χέρι ανθρώπου, δε βάζει μήτε κι αυτός το δικό του.
“ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ”

Ο Θεός με προστατεύει όταν όλοι πνιγούν κι εγώ μονάχα γλιτώσω. Ο Θεός με προστατεύει κι όταν όλοι γλιτώσουν κι εγώ μονάχα πνιγώ.
“Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ”

Σκύβω απάνω στο μερμήγκι, θωρώ μέσα στο γυαλιστερό μαύρο μάτι του το πρόσωπο του Θεού.
“Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ”

Θεός δεν είναι; Ό,τι του καπνίσει κάνει. Αν δεν μπορούσε να κάμει αδικίες, τι παντοδύναμος θα ‘ταν;
“Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ”

Ποιο ‘ναι το χρέος μας; Να σου το πω εγώ, με λίγα λόγια: Αν είσαι λύκος, να τρως. Αν είσαι αρνί, να σε τρώνε! Κι αν ρωτάς και για Θεό, αυτός είναι ο Μέγας Λύκος – αυτός δα τρώει αρνιά και λύκους συγκόκαλα!
“ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ”

Θεός είναι η ακατάλυτη δύναμη που μεταμορφώνει την ύλη σε πνέμα. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του ένα κομμάτι από το θεϊκό αυτό στρόβιλο και γι’ αυτό κατορθώνει να μετουσιώνει το ψωμί και το νερό και το κρέας και να το κάνει στοχασμό και πράξη.
“ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ”

Μωρέ τι υποφέρει κι αυτός ο Θεός, βρήκε τον μπελά του μαζί μας. Φωνάζουν τα ψάρια: Μη μας στραβώσεις, Κύριε, και μπούμε στα δίχτυα! Φωνάζουν οι ψαράδες: Στράβωσε τα ψάρια, Κύριε, να μπούνε στα δίχτυα! Ποιον από τους δυο ν’ ακούσει ο Θεός; Πότε ακούει τα ψάρια, πότε τους ψαράδες – κι έτσι πορεύεται ο κόσμος!
“Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ”

Δεν είναι νερό δροσερό ο Θεός, όχι, δεν είναι νερό δροσερό, να το πιεις, να δροσερέψεις. Είναι φωτιά, και πρέπει να περπατάς απάνω της. Κι όχι μονάχα να περπατάς, παρά, κι αυτό ‘ναι το πιο δύσκολο, παρά και να χορεύεις! Σίγουρα, ευτύς ως μπορέσεις να χορέψεις, η φωτιά γίνεται νερό δροσάτο, μα ώσπου να φτάσεις ως εκεί τι αγώνας, τι αγωνία, Θεέ μου!
“ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ”

Aπόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου: “Τότε που ζούσαμε” Εκδόσεις Κέδρος:
Η Μαδρίτη να λαμπαδιάζει από τις μπόμπες τέσσερα χρόνια και να αντιστέκεται στην πολιορκία. Και το ανθρώπινο πνεύμα να λιγοθυμά κάθε μέρα ανάμεσο στην ελπίδα και στην απογοήτευση. Με τον ισπανικό εμφύλιο, η δημοκρατική ιδέα δοκίμασε μια ήττα οικουμενική.
Και μολαταύτα, πλήθος ατόμων απ’ όλο τον κόσμο τρέξανε στο πλευρό της δημοκρατικής κυβέρνησης και πολέμησαν ως το τέλος, χωρίς να απογοητευτούν από τις μοιραίες φαγωμάρες, ανοησίες και μικρότητες των κρατών. Ο Χεμιγουέι, ο Μαλρώ, ο Κέστλερ και πολλοί άλλοι γνωστοί και άγνωστοι, που αυτουνούς τους έφαγε το σκοτάδι, όπως και το μεγάλο Σπανιόλο ποιητή Φεδερίκο Γκάρθια Λόρκα.
Ο δικός μας, ο Νίκος Καζαντζάκης, σταλμένος από μια δεξιά (νομίζω) εφημερίδα, στο στρατόπεδο του Φράνκο, τα μπέρδεψε λίγο από την άποψη τούτη. Απόφυγε ή δε μπόρεσε, με απαράδεχτο τρόπο, να καταλάβει το απλό νόημα των γεγονότων – χάθηκε μέσα σε ανεπίκαιρες γενικεύσεις.
Ξεχώρισε, λέει, πίσω από τις πρόσκαιρες μάσκες, κόκκινες ή μαύρες, που φορούσαν οι αντιμαχόμενοι, το όλο πάθος και φλόγα γυμνό πρόσωπο του Ισπανού. Το ίδιο αυτό πρόσωπο το είδε πριν λίγα χρόνια στις ταυρομαχίες… Τώρα παραστεκόταν σε όμοιο πάλεμα όχι πια ανθρώπου και ταύρου παρά ανθρώπου και ανθρώπου. Και σε όλα τούτα έβλεπε ο συγγραφέας “την προαιώνια μυστηριώδη μέθη που δίνει το αίμα”… “Την επιστροφή στις ρίζες του ανθρώπου και του ζώου”… Είδε ένα “στρόβιλο, λέει, ανθρώπινο, πέρα από τη λογική και από το συμφέρο”. Σωστά πλην άκαιρα πράγματα. Έτσι εξίσωσε, θέλοντας και μη τις δύο παρατάξεις κι έριξε την ευθύνη στη μοίρα.
Τη Μαδρίτη την είδε από μακριά, από το στρατόπεδο των εθνικιστών, να καίγεται από τις μπόμπες (όπως είδε και το Τολέδο), και σκέφτηκε πως πρέπει να βιαστούμε να δούμε ό,τι όμορφο απόμεινε στη γης πριν το αφανίσουν οι σκοτεινές δυνάμεις! Η στάση του δεν ήταν στάση σύγχρονου ανθρώπου με προσανατολισμένη καρδιά, παρά μάλλον ψυχρού ανθρωπολόγου που πήγε επιτόπου να επιβεβαιώσει τις ζωώδικες καταβολές του ανθρώπινου είδους, σα να τις είχε αμφισβητήσει κανείς.
Τώρα, τις μέρες που γράφονται αυτές οι γραμμές, διάβασα την απολογία του Γάλλου φιλόσοφου Ρεζί Ντεμπρέ, που πιάστηκε αντάρτης στη Βολιβία, μπροστά στους δικαστές που τον καταδίκασαν σε ισόβια κάθειρξη. Είναι η ακραία αντίθετη αντίληψη του Νίκου Καζαντζάκη. “Ο καθένας οφείλει, λέει, να αποφασίζει σε ποιο στρατόπεδο ανήκει – με τη βία που καταπιέζει ή με τη βία που απελευθερώνει; Εγκλήματα γίνονται και από τις δύο πλευρές. Για ποια απ’ αυτά αποφασίζουμε να φέρουμε τη συλλογική ευθύνη; Να είμαστε συνένοχοι και όργανά τους; Εσείς διαλέξατε ορισμένα. Εγώ διάλεξα άλλα”.
ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ “ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΖΟΥΣΑΜΕ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ